- λιακός
- -ή, -όβλ. ηλιακός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Λιάκος, Αντώνης — (Αθήνα 1947 –). Φιλόλογος, ιστορικός, πανεπιστημιακός και συγγραφέας. Σπούδασε στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ, ιστορία, φιλολογία και πολιτικές επιστήμες) και μετεκπαιδεύτηκε στο πανεπιστήμιο της Ρώμης. Το 1984 αναγορεύτηκε… … Dictionary of Greek
Λιάκος, Νικόλαος — (; – Πήλιο 1823). Αγωνιστής του 1821 από την Εύβοια. Πολέμησε μέχρι τη δολοφονία του από Τουρκαλβανούς στο Πήλιο … Dictionary of Greek
Παλουμπιώτης Λιάκος — Αρματολός του 18ου αι. Καταγόταν από την Παλούμπα. Όταν άρχισε η Επανάσταση, σκοτώθηκε στις επιχειρήσεις για την κατάληψη της Καρίταινας. Η επιχείρηση αυτή, που έγινε με απόφαση του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, απέτυχε … Dictionary of Greek
ηλιακός — Άνοιγμα σε ορισμένες –θολοσκέπαστες ή όχι– οικίες στη βυζαντινή αρχιτεκτονική· στοά ή περιστύλιο. Βλ. λ. εξώστης. * * * και λιακός, ή, ό (AM ἡλιακός, ή, όν, Α δωρ. τ. ἁλιακός, ή, όν) [ήλιος] αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στον ήλιο ή προέρχεται… … Dictionary of Greek
ОСЕНИТЬ — СЕНИ. СЕНЬ. ОСЕНИТЬ Ф. И. Буслаев в «Исторической грамматике русского языка. Синтаксис» т. 2 (М., 1869, с. 10) писал: «...одно и то же слово в различные времена, или по различным н аречиям одного и того же языка, имеет различные значения: так… … История слов
Неофит VII — Νεόφυτος Ζ΄ … Википедия
CANARIUS Annus — Plinio, Κυνικὸς ενιαυτὸς Graecis, alias Η῾λιακὸς Θεοῦ ενιαυτὸς et Τέταρτος, dictus est, Aegyptiorum olim annus, quod eum a Canis ortu auspicarentur. Columella, l. 3. c. 6. Nec tamen ultra quadriennium talis extenditur inquisitio, id enim tempus… … Hofmann J. Lexicon universale
RHADAMANTHUS — Iovis ex Europa fil. Rex Lyciae, qui quod severus fuerit iustitiae minister, finguitur a poetis apod in feros nocentum culpas explorare. Virgil. Aen. l. 6. v. 566. Gnosius haec Rhadamanthus habet durissima regna, Castigatque auditque dolos,… … Hofmann J. Lexicon universale
λιακάδα — η 1. το ηλιακό φως και η θαλπωρή που δίνει αυτό 2. ηλιοφάνεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσιαστικοποιημένο τ. λιακό «μπαλκόνι» τού ουδετέρου τού επιθ. λιακός < ἡλιακός + κατάλ. άδα] … Dictionary of Greek
Βενετσανάκης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αναγνώστης. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες και το 1824 έγινε εκατόνταρχος. Αργότερα έγινε χιλίαρχος. 2. Βασίλης. Καταγόταν από τη Μάνη. Τo 1806 βοήθησε στη φυγάδευση του Κολοκοτρώνη στη Ζάκυνθο. Στην Επανάσταση πολέμησε … Dictionary of Greek